συγκοπή

συγκοπή
η
1) разрыв, остановка;

συγκοπή καρδίας — разрыв сердца;

2) грам. , муз. синкопа

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "συγκοπή" в других словарях:

  • συγκοπή — cutting up into small pieces fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκοπή — η 1. κόψιμο σε μικρά κομμάτια. 2. «Συγκοπή καρδιάς», παύση της λειτουργίας της καρδιάς: Πέθανε από συγκοπή καρδιάς. 3. είδος φθογγικού πάθους κατά το οποίο ένα φωνήεν μέσα σε μια λέξη αποβάλλεται: Η λέξη «σκόροδο» με τη συγκοπή έγινε «σκόρδο». 4 …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συγκοπή — (Ιατρ.). Παθολογικό επεισόδιο, που χαρακτηρίζεται από πλήρη ξαφνική και πρόσκαιρη απώλεια της συνείδησης και συνοδεύεται γενικά από μεταβολές της αναπνευστικής και κυκλοφοριακής λειτουργίας. Το επεισόδιο μπορεί να οφείλεται σε οποιαδήποτε αιτία… …   Dictionary of Greek

  • συγκοπῇ — συγκόπτω chop up aor subj pass 3rd sg συγκοπή cutting up into small pieces fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυγκοπή — συγκοπή , συγκοπή cutting up into small pieces fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκοπαῖς — συγκοπή cutting up into small pieces fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκοπαί — συγκοπή cutting up into small pieces fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκοπῆς — συγκοπή cutting up into small pieces fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκοπήν — συγκοπή cutting up into small pieces fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκοπῶν — συγκοπή cutting up into small pieces fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκοπτικός — ή, όν, ΜΑ [συγκόπτω] μσν. αυτός που επιφέρει συγκοπή, λιποθυμία αρχ. ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συγκοπή. επίρρ... συγκοπτικῶς Α όπως αυτός που υπέστη συγκοπή …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»